συσσιτιολόγιο

συσσιτιολόγιο
και συσσιτολόγιο, το, Ν
κατάλογος τών ατόμων που παίρνουν συσσίτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσσίτιο + -λόγιο (< -λόγος*), πρβλ. απουσιο-λόγιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”